- γινώσκεις
- γιγνώσκωcome to knowpres ind act 2nd sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вѣдѣти — ВѢ|ДѢТИ (>1000), МЬ, СТЬ гл. 1. Знать что л.: Прѣдъ чюждиими не сътво ри ничьтоже таина не вѣси бо чьто ти сътворѩть (οὐ... γινώσκεις) Изб 1076, 174 об.; не рьвьнѹи славѣ грѣшьника. не вѣси бо како бɤдеть раздрѹшениѥ ѥго. Изб 1076, 175 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στησίχορος — Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Ιμέρα, Σικελία γύρω στα 630 π.Χ. – γύρω στα 555). Το όνομά του ήταν Τεισίας, αλλά του δόθηκε το επίθετο «Στησίχορος» (οργανωτής του χορού), γιατί εφεύρε ή συστηματοποίησε τη χρήση της στροφικής τριάδας (στροφή, αντιστροφή … Dictionary of Greek